- φιλήκοος
- -η, -ο / φιλήκοος, -ον, ΝΜαυτός που τού αρέσει να ακούει, που αγαπά τα ακροάματα («φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδέ ζητητικός», Πλάτ.)αρχ.1. αυτός που τού αρέσει απλώς να ακούει για να περνάει τον χρόνο του, σε αντιδιαστολή προς τον φιλομαθή2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήκοονη φιληκοΐα.επίρρ...φιληκόως Αμε φιληκοΐα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -ήκοος (< ακοή), πρβλ. βαρυ-ήκοος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.